- τραυματιοφορέας
- ο, Ν(ιατρ.-στρ.) στρατιώτης τού υγειονομικού σώματος ή υπάλληλος υγειονομικής υπηρεσίας εκπαιδευμένος στην παροχή πρώτων βοηθειών και στη διακομιδή τών τραυματιών στο πλησιέστερο χειρουργείο ή νοσοκομείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τραυματίας + φορέας].
Dictionary of Greek. 2013.